- εκνεύριση
- ηη διέγερση των νεύρων, ο νευρικός παροξυσμός, το νευρίασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκνεύριση — η (Μ ἐκνεύρισις) νεοελλ. διέγερση τών νεύρων, ενόχληση μσν. 1. αφαίρεση τών νεύρων 2. εξασθένηση, παράλυση … Dictionary of Greek
ἐκνευρίσῃ — ἐκνευρίσηι , ἐκνεύρισις unnerving fem dat sg (epic) ἐκνευρίζω cut the sinews aor subj mid 2nd sg ἐκνευρίζω cut the sinews aor subj act 3rd sg ἐκνευρίζω cut the sinews fut ind mid 2nd sg ἐκνευρίζω cut the sinews aor subj mid 2nd sg ἐκνευρίζω cut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)